επαπορώ

επαπορώ
ἐπαπορῶ, -έω (AM)
μσν.
απορώ, εκπλήσσομαι, σαστίζω («ὁρῶσα ξύλῳ νῡν κρεμάμενον ἐπαπορῶ», Μηναία)
αρχ.
1. προβάλλω νέα απορία
2. παθ. α) έπαπορουμαι αμφισβητούμαι, αμφιβάλλομαι, είμαι αντικείμενο αμφιβολίας («τῶν νῡν ἐπαπορηθέντων», Πολ.)
β) απρόσ. επαπορείται
είναι αντικείμενο νέας απορίας, αμφιβολίας, αμφισβητήσεως
3. (με δοτ.) επικρίνω, ελέγχω
4. κάνω κάποιον να διστάζει, να αμφιβάλλει, τόν εμβάλλω σε απορία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ἐπαπορῶ — ἐπαπορέω raise a new doubt pres subj act 1st sg (attic epic doric) ἐπαπορέω raise a new doubt pres ind act 1st sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”